Παιονις

Παιονις
    Παιονίς
    I
    -ίδος (ῐδ) adj. f пэонийская Her., Anth.
    II
    -ίδος ἥ пэониянка Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Παιονις" в других словарях:

  • Παιονίδες — Παιονίς their land fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιονίδων — Παιονίς their land fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιονικός — παιονικός, ή, όν, ανώμαλος τ. θηλ. παιονίς, ίδος (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Παίονες και στην Παιονία …   Dictionary of Greek

  • Παιονίδα — Παιονίδᾱ , Παιονίδης masc nom/voc/acc dual Παιονίδᾱ , Παιονίδης masc gen sg (doric aeolic) Παιονίς their land fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιονίδας — Παιονίδᾱς , Παιονίδης masc acc pl Παιονίδᾱς , Παιονίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Παιονίς their land fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»